σε μια χώρα που διαρκώς αυτοαποκαλείται "δημοκρατική", η μεγαλύτερη ειρωνεία των τελευταίων δεκαετιών είναι πως ο ίδιος ο λαός νιώθει πλέον ξένος μέσα στην ίδια του την πατρίδα.
Ο Έλληνας δεν ζητάει πολυτέλειες. Ζητάει τα αυτονόητα: να μπορεί να δουλεύει και να ζει με αξιοπρέπεια· να ζεσταθεί τον χειμώνα, να κάνει ένα μπάνιο το καλοκαίρι, να νιώσει ότι δεν είναι απλώς ενας
αριθμόςσε ένα σύστημα φοροεισπρακτικό, αλλά ψυχή ενός έθνους που υποσχέθηκε κάποτε «ανάπτυξη» για όλους.
Η Πολιτεία δεν ανταποδίδει. Αντί για πολιτικές ανακούφισης και φροντίδας του πολίτη, σπαταλά – χρόνια τώρα – δισεκατομμύρια σε ΜΚΟ-φαντάσματα, έργα βιτρίνας, συμφέροντα «ημετέρων» και σκιές διαπλοκής. Η ίδια εποχή που Έλληνες πολίτες δεν μπορούσαν να γεμίσουν το δοχείο ή να αγοράσουν λάδι, ήταν εκείνη που οι ΜΚΟ εισέπρατταν χρυσάφι για να οργανώνουν «περιοδείες ανθρωπιάς» με ξένους επιβάτες και κρατικά έξοδα.
Δεν είναι το μεταναστευτικό το πρόβλημα. Είναι η απόλυτη αδιαφορία για τον φορολογούμενο, για τον στρατευμένο, για τον νέο άνθρωπο που μορφώνεται για να δουλέψει στο εξωτερικό. Και όταν διαμαρτύρεται, του δείχνουν το δάχτυλο και του λένε "είσαι ακραίος". Όχι. Δεν είναι ακραίος. Είναι απελπισμένος.
Το κράτος μπορεί – αν θέλει – να σταθεί στο πλευρό του λαού. Αλλά δεν το θέλει. Και αυτό είναι το πιο οδυνηρό. Δεν υπάρχει έλλειψη πόρων. Υπάρχει έλλειψη βούλησης και συνείδησης.
Κάποτε, τα λεωφορεία θα μπορούσαν να είναι για τους πολίτες. Μια δωρεάν μεταφορά στη θάλασσα, ένα συμβολικό δείπνο για τον κουρασμένο Έλληνα, ένα «ευχαριστώ που αντέχεις».
Αντί γι’ αυτό, τον αφήνουν μόνο, με την ελπίδα ότι ίσως στο μέλλον ξεχάσει.
Όμως δεν ξεχνά. Και το ερώτημα παραμένει:
Ποιος είναι τελικά ο λαός σ’ αυτή τη χώρα; Και για ποιον χτίζεται το μέλλον της;...Γιατί η ελπίδα δεν είναι πια στα προγράμματα, στις επιδοτήσεις και στις ανακοινώσεις.
Ίσως η λύση να βρίσκεται στην πεμπτουσία, στο άφθαρτο, το αγήρατον.
Εκεί όπου ο λαός θα ξαναθυμηθεί ποιος είναι. Και θα ζητήσει πίσω τη θέση του.
Για ποιον είναι το κράτος, ρωτάω σιωπηλά
καθώς μετρώ τους μήνες δίχως φως και ζεστασιά.
Για ποιον είναι τα έργα, οι κρατικές δαπάνες,
όταν εγώ δεν έχω λάδι ούτε λάμπες;
Για ποιον τα λεωφορεία με οδηγούς καλοπληρωμένους,
σε “περιοδείες φιλίας” με αλλοδαπούς κουρασμένους;
Κι εγώ, ο γιος αυτής της γης – της μάνας της αιματοβαμμένης –
πληρώνω μόνο φόρους, μα δε βλέπω αγάπη. Ούτε λέξη. Ούτε μέριμνα. Ούτε φως.
Για ποιον είναι οι νόμοι, οι επιδοτήσεις, οι ευχές;
Για ποιον τα μεγάλα λόγια στις ψεύτικες προσευχές;
Πού είναι η Πολιτεία όταν ο λαός της βυθίζεται στο βούρκο;
Πού είναι όταν η φτώχεια τον έχει κάνει δούλο;
Μα εγώ θυμάμαι. Και δεν ξεχνώ.
Τα χρόνια που μου πήρατε με ψέμα και υποσχέσεις,
Και αν δεν είμαι ο "λαός" στα χαρτιά σας τα κρατικά,
είμαι αυτός που κουβαλά τη χώρα
με χέρια και πλάτη γεμάτα καρφιά.
Η ζωή συνεχίζεται – μα όχι με εσάς.
Όχι με τα ίδια λάθη, τις ίδιες υποσχέσεις, τις ίδιες φωνές της παρακμής.
Έρχεται κάτι. Όχι πετρέλαιο, ούτε θαύμα.
Έρχεται η συνείδηση.
Και τότε, ρωτάω ξανά:
Για ποιον είναι το κράτος;
Έρχεται η συνείδηση.
Και τότε, ρωτάω ξανά:
Για ποιον είναι το κράτος;
Ίσως η λύση να βρίσκεται στην πεμπτουσία,
στο άφθαρτο,
το αγήρατον.
Κωνσταντίνος Ε. Χουρίδης
Συγγραφέας,Εκπαιδευτής μαχητικών τεχνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.