Πώς μπορεί να προχωρήσει ένας τόπος;
Πώς μπορεί να πάει ένας τόπος μπροστά, όταν μια κοινωνία δυσκολεύεται να στηρίξει τον ικανό, τον άξιο και τον δημιουργικό άνθρωπο;
Ζούμε σε μια εποχή όπου πολλοί αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικοί» και «αλληλέγγυοι», όμως στην πράξη συχνά κυριαρχεί η καχυποψία, ο φθόνος και η ζήλια απέναντι σε όσους προσπαθούν να εξελιχθούν και να προχωρήσουν.
Όταν ο διπλανός μας προοδεύει και καταφέρνει πράγματα, δημιουργείται αφθονία για όλους
Αντί η κοινωνία να ενθαρρύνει την προσπάθεια, την επιμέλεια και τη δημιουργικότητα, συχνά δείχνει ανοχή ή και θαυμασμό σε συμπεριφορές επιφανειακές, καιροσκοπικές ή πελατειακές. Έτσι, ο άνθρωπος που πραγματικά προσπαθεί να σταθεί μόνος του, με τη δουλειά και τις ικανότητές του, νιώθει συχνά απομονωμένος.
Ένα βασικό ερώτημα είναι το εξής: με ποιους μηχανισμούς εντοπίζει η κοινωνία τους ικανούς;
Πώς ακριβώς αναγνωρίζεται σήμερα ο άνθρωπος που έχει ικανότητες;
Μέσω της διαφήμισης και της δημόσιας εικόνας;
Μέσω βιογραφικών σημειωμάτων και συστατικών επιστολών;
Μέσω προσωπικών γνωριμιών και δικτύων;
Ή υπάρχει κάποιο ουσιαστικό, αξιόπιστο και δίκαιο σύστημα αξιολόγησης, που επιλέγει ή απορρίπτει με βάση σαφή κριτήρια;
Στην πράξη, οι μηχανισμοί αυτοί, είτε θεσμικοί είτε άτυποι, συχνά λειτουργούν με ασάφεια. Άλλοτε δίνεται υπερβολική βαρύτητα στην εικόνα και στην προβολή, και λιγότερη στην ουσία και στο πραγματικό έργο. Άλλοτε, οι αποφάσεις επηρεάζονται από προσωπικές σχέσεις και όχι από διαφανείς διαδικασίες. Έτσι, δεν είναι δύσκολο οι πραγματικά ικανοί να μένουν στην άκρη, ενώ να προωθούνται εκείνοι που ξέρουν απλώς «πώς να παρουσιαστούν» ή «πού να απευθυνθούν».
Σε αυτό προστίθεται και ένα ακόμη πρόβλημα: πώς ενημερώνεται ο πολίτης;
Πόσες πραγματικά αξιόπιστες πηγές έχει για να σχηματίσει γνώμη για πρόσωπα, θεσμούς, προγράμματα και ευκαιρίες;
Πολύ συχνά οι πληροφορίες φτάνουν μέσα από εκπομπές ιδιωτικής τηλεόρασης ή τηλεπαιχνίδια που αποπροσανατολίζουν, αντί να παρέχουν σαφή και ακριβή εικόνα για πρόσωπα, προγράμματα ή κοινωνικά ζητήματα. Έτσι, η κρίση του πολίτη δυσκολεύεται να βασιστεί σε πραγματικά δεδομένα και η κοινωνία δεν μπορεί να αναδείξει σωστά τους ικανούς.Συχνά, η πληροφόρηση φτάνει στον πολίτη μέσα από πρόσωπα που ήδη κατέχουν κάποια θέση και δίκτυα συμφερόντων. Όταν η ενημέρωση δεν είναι πλήρης, πλουραλιστική και προσβάσιμη σε όλους, τότε ο πολίτης δυσκολεύεται να κρίνει με αντικειμενικά κριτήρια ποιος είναι πραγματικά ικανός και ποια προγράμματα ή επιλογές έχουν ουσία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το «επιχειρείν». Πολλοί νέοι ενθαρρύνονται να ανοίξουν μια μικρή επιχείρηση, όχι πάντα με ουσιαστικό σχεδιασμό, αλλά με βασικό κίνητρο την ένταξη σε κάποιο πρόγραμμα επιδότησης. Η επιχείρηση ξεκινά με κρατικά χρήματα, συχνά χωρίς επαρκή κατάρτιση, χωρίς πραγματική στήριξη και χωρίς στρατηγική μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας.
Το αποτέλεσμα είναι συχνά προδιαγεγραμμένο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η επιχείρηση αναστέλλεται ο χώρος αναζητά νέο ενοικιαστή, και τα χρήματα που διατέθηκαν καταλήγουν, άμεσα ή έμμεσα, ξανά σε ολίγους , για παράδειγμα στους ιδιοκτήτες ακινήτων που εισπράττουν τα ενοίκια, ενώ οι νέοι μένουν με χρέη και ψυχική φθορά.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα χρήματα του κράτους δεν είναι αφηρημένη έννοια. Προέρχονται από δανεισμό και από τη φορολογία, άρα στην ουσία από τους πολίτες. Όταν αυτά δεν επενδύονται σε σταθερές βάσεις, σε ουσιαστική εκπαίδευση και πραγματική στήριξη, τότε το βάρος μεταφέρεται στις επόμενες γενιές.
Συχνά ακούμε φράσεις όπως «ο ήλιος είναι για όλους», που υπονοούν ότι όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες. Στην πράξη όμως, αυτή η φράση λειτουργεί σαν πολιτική σκευωρία ή ως «καλυμμένη δικαιολογία» για να φανεί ότι υπάρχει ίσος ανταγωνισμός, ενώ η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Για παράδειγμα, στον αθλητισμό, όλοι οι αθλητές μπορούν θεωρητικά να δηλώσουν συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στην πραγματικότητα όμως, οι κανόνες, η πρόσβαση σε προπονητές, υποδομές και φυσικά η τήρηση των κανονισμών δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου μόνο ορισμένοι μπορούν να ανταγωνιστούν πραγματικά – και οι προνομιούχοι συχνά έχουν πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων. Με άλλα λόγια, η δήλωση ότι «όλοι μπορούν» δεν σημαίνει απαραίτητα ότι όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες, ή ότι οι καλύτεροι και ικανότεροι θα φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Το ίδιο ισχύει και στην κοινωνία. Αν οι μηχανισμοί αξιολόγησης και στήριξης είναι στρεβλοί ή μεροληπτικοί, η ισότητα ευκαιριών είναι στην πραγματικότητα ψευδαίσθηση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο νέος που δοκίμασε να επιχειρήσει και απέτυχε, κινδυνεύει να βρεθεί χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα, χωρίς ένσημα, χωρίς δεύτερη ευκαιρία. Η αποτυχία δεν αντιμετωπίζεται ως εμπειρία μάθησης, αλλά ως «στίγμα» που τον ακολουθεί.
Αν πραγματικά θέλουμε να προχωρήσει ένας τόπος, χρειάζεται να επανεξετάσουμε τις αξίες που προβάλλουμε:
-
πώς αντιμετωπίζουμε τον ικανό,
-
πώς στηρίζουμε την υγιή επιχειρηματικότητα,
-
πώς χρησιμοποιούνται τα δημόσια χρήματα,
-
πώς ενημερώνεται ο πολίτης,
-
και πώς εκπαιδεύουμε τα παιδιά να βλέπουν το μέλλον τους.
Χωρίς υγιή συνεργασία, αμοιβαία στήριξη, διαφανή ενημέρωση και σεβασμό στην προσπάθεια του άλλου, οι κρίκοι που αποτελούν την κοινωνική αλυσίδα δύσκολα θα μπορέσουν να λάμψουν.
Κωνσταντινος Ε. Χουρίδης
Συγγραφέας - Εκπαιδευτής αυτοάμυνας και πολεμικών τεχνών